- χαλκογραφώ
- (ε) 1. μετ. гравировать по меди;2. αμετ. заниматься гравированием по меди, быть гравёром по меди
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλκογραφώ — έω, Ν χαράζω εικόνα σε χάλκινη πλάκα για εκτύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
χαλκογραφώ — χαλκογράφησα, χαράζω εικόνα πάνω σε χάλκινη πλάκα, είμαι χαλκογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκογράφημα — το, Ν (καλ. τεχν.) το έργο που φιλοτεχνείται με τη μέθοδο τής χαλκογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
χαλκογράφημα — το, ατος το αποτέλεσμα του χαλκογραφώ, το απεικόνισμα που τυπώθηκε πάνω στο χαρτί με τη χαλκογραφία, η χαλκογραφία, η γκραβούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)